- παπαγαλίζω
- [παπαγάλος]1. μιλώ σαν παπαγάλος2. επαναλαμβάνω μηχανικά τα λόγια άλλου ή λέγω αυτολεξεί κείμενο που αποστήθισα χωρίς να τό κατανοήσω, ψιττακίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παπαγαλίζω — παπαγαλίζω, παπαγάλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παπαγαλίζω — παπαγάλισα 1. μιλώ σαν παπαγάλος, επαναλαμβάνω μηχανικά τα λόγια των άλλων. 2. απομνημονεύω μηχανικά χωρίς να κατανοώ: Τα παιδιά που παπαγαλίζουν κουράζονται και δε μαθαίνουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… … Dictionary of Greek
παπαγάλισμα — το [παπαγαλίζω] παπαγαλισμός … Dictionary of Greek
παπαγαλίστικος — η, ο [παπαγαλίζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παπαγάλο ή στον παπαγαλισμό. επίρρ... παπαγαλίστικα παπαγαλιστί, σαν παπαγάλος … Dictionary of Greek
παπαγαλισμός — ο [παπαγαλίζω] 1. μηχανική επανάληψη τών λόγων κάποιου 2. η εκφώνηση κειμένου αυτολεξεί και χωρίς κατανόηση ύστερα από αποστήθιση … Dictionary of Greek
παπαγαλιστί — επίρρ. με παπαγαλίστικο τρόπο, σαν παπαγάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπαγαλίζω + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. αττικισ τί). Το επίρρ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ψιττακίζω — ΝΜ μιλώ όπως ο ψιττακός, παπαγαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιττακός + κατάλ. ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο] … Dictionary of Greek
ψιττακίζω — μιλώ σαν ψιττακός, παπαγαλίζω, μιμούμαι, επαναλαμβάνω μηχανικά όσα λέγονται από άλλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)